- γυφτίζω
- και γυφτιάζω1. μοιάζω με γύφτο, φέρομαι όπως οι γύφτοι2. είμαι βρόμικος3. είμαι μικροπρεπής ή τσιγγούνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυφτίζω — γύφτισα 1. συμπεριφέρομαι όπως οι γύφτοι. 2. μτφ., γίνομαι τσιγκούνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)